- κοστάρω
- αμετ.1) плыть вдоль берега; 2) причаливать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κοστάρω — (Μ κοστάρω) ακοστάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. accostare «πλησιάζω, προσεγγίζω»] … Dictionary of Greek
κοσταρίζω — και κοστάρω (M) 1. προσεγγίζω, πλησιάζω κάπου 2. προσορμίζομαι 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κοσταρισμένος, η, ον κοντινός, γειτονικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. από τον αόρ. ἐκοστάρησα τού κοστάρω, κατά το σχήμα ἔσχισα: σχίζω] … Dictionary of Greek